- βοσπορανός
- βοσπορ-ᾱνός or [suff] βοσπορ-ηνός, ὁ,A inhabitant of the kingdom of Bosporus, Str.7.4.7, 11.2.10, 16.2.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοσπορηνός — ή, ό (AM βοσπορηνός, ή, όν, Α και βοσπορανός) ο βοσπόρειος … Dictionary of Greek